Σήμερα είδα έναν άνθρωπο να δραπετεύει από την πραγματικότητα και για ώρες ολόκληρες να ταξιδεύει από το τώρα στο χθες και από το χθες στο τώρα. Τα λίγα λεπτά που περνούσε ξυστά από τη δική μας πραγματικότητα, διαγράφοντας μια πορεία που δεν μπορούσα να ακολουθήσω, αλλά ούτε και να καταλάβω, σκόρπιζε λέξεις που κάποτε προκάλεσαν πόνο. Σκόρπιζε λέξεις και ύστερα χανότανε πάλι για να συνεχίσει το ταξίδι.
Ένα βλέμμα τρομακτικά άδειο. Στεκόσουν μπροστά αλλά υπήρχες μόνο κάτι φευγαλέες στιγμές. Τις στιγμές που σταματούσε να ταξιδεύει. Μιλούσες, αλλά φωνή δεν είχες. Άγγιζες το χέρι του με το δικό σου ελπίζοντας ότι θα το αρπάξει για να τραβηχτεί πάλι πίσω πριν πέσει στο κενό, αλλά δε σάλευαν ούτε τα βλέφαρα του. Δεν ήσουν ούτε αέρας... Ήταν εκεί... Αλλά μόνο κάτι φευγαλέες στιγμές. Έριχνε κλεφτές ματιές, σαν να τραβούσε στην άκρη βαριές κουρτίνες και το θέαμα να του προκαλούσε τρόμο. Και γύριζε τρέχοντας για να μην μπορέσει κανείς να ακολουθήσει τα ίχνη του. Μη βρει κανείς την κρυψώνα του και τη μαρτυρήσει.
Ένας άνθρωπος. Τι σημασία έχει αν είναι άντρας η γυναίκα; Ένας άνθρωπος. Φιγούρα γερασμένη πρόωρα. Φιγούρα γερασμένη άδικα. Φιγούρα με αυλάκια σε όλο το πρόσωπο που τα χάραζε με τα νύχια η καταπίεση και τα έκανε βαθύτερα ο χρόνος. Φιγούρα που φοβάται το σκοτάδι, κι όμως κρύβεται σ' αυτό.
Τιθασεύεται το μυαλό; Αν ναι, μόλις είδα να συμβαίνει το αντίθετο. Έναν άνθρωπο που το ίδιο του το μυαλό τον πρόδωσε. Τον έριξε κάτω και τον ποδοπάτησε. Και σε μία σκοτεινή γωνιά του έθαψε αυτή τη σπίθα που φουντώνει τη θέληση για ζωή. Τον καταδίκασε να ζει ξανά και ξανά όλες τις γκρίζες στιγμές του, σε ένα ατελείωτο πηγαινέλα. Να σέρνει με μια αλυσίδα βαριά όλες τις πληγές. Όλος μια πληγή κι ο ίδιος.
Ένας άνθρωπος. Ένα κλικ. Και οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο γονιός γίνεται παιδί και το παιδί γονιός.