Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

έμεινε ακόμα μία


Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, έχει την αίσθηση ότι μάλλον έχει περάσει η ώρα και με τα μάτια ακόμα κλειστά ψηλαφίζει γύρω από το μαξιλάρι να βρει εκείνο τον προδότη που είχε καθήκον να την ξυπνήσει 3-4 ώρες νωρίτερα.
Σηκώθηκε.
Σκόνταψε πάνω σε κάτι τύψεις και κάτι δικαιολογίες. Ξεστόμισε ένα κατεβατό βρισιές και έφτασε κουτσαίνοντας μέχρι το μπάνιο. Άνοιξε να τρέξει καυτό νερό στο νιπτήρα και παρατηρούσε το είδωλό της στον καθρέφτη όσο το αλλοίωναν οι υδρατμοί. Κι όταν πια θόλωσε, έκλεισε το νερό έχοντας ακόμα τα μάτια της καρφωμένα στη φιγούρα στον καθρέφτη. «Θα μπορούσε να είναι κάποια άλλη» σκέφτηκε. Θα ήταν πολύ βολικό κάποιες φορές να ήταν κάποια άλλη. Μια προσωπικότητα κι ένα παρελθόν, διαφορετικά κάθε φορά, ανάλογα με την περίσταση.
Έκανε καφέ και πίνοντάς τον τα έβαλε με όλους και με όλα. Μοίρασε μερίδια ευθύνης από ‘δώ κι από ‘κεί για να παραμυθιάσει το κεφάλι της το μουδιασμένο. Δεν τολμούσε να τα βάλει με τον πραγματικό φταίχτη.
Όχι ότι δεν είχε προσπαθήσει πιο παλιά.

Ακριβώς ένα χρόνο πριν.
Τον έστησε απέναντι και του επιτέθηκε με όση λύσσα είχε μαζέψει μέσα της. Μετά βίας του κατάφερε κάτι γρατσουνιές.
Όλο το υπόλοιπο βράδυ εκείνο το είχε περάσει γλύφοντας τις πληγές της.
Γύρισε σπίτι, έβγαλε τα ματωμένα ρούχα, αλλά αντί να τα πλύνει ή να τα πετάξει, τα έβαλε σε ενα κουτί από παπούτσια και ύστερα έβαλε το κουτί όμορφα κι ωραία σε μια γωνιά μέσα στη ντουλάπα. Αποφάσισε να μην πει τίποτα σε κανέναν.

Πέρασε ένας χρόνος.


Ετοίμαζε πυρετωδώς βαλίτσες για να γυρίσει στην ξενιτιά της. Και τότε είδε πάλι μπροστά της το κουτί. Και θυμήθηκε. Αυτός ο πόλεμος δεν τελείωσε. Έμεινε μια μάχη ακόμα.