Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

a long overdue one

Έχω μπροστά μου μία φωτογραφία σου. Νομίζω ότι είναι από μια εποχή πριν μάθεις και συνηθίσεις την ασχήμια. Γελάς και τα μάτια σου λάμπουν. Κι έτσι έπρεπε να είσαι πάντα. Δεν ήσουν όμως. Ήρθε η ασχήμια και την ένιωσες στο πετσί σου. Σε σημάδεψε χωρίς να φταις. Χωρίς να το αξίζεις. Το μόνο που άξιζες ήταν αγάπη. Άνευ όρων. Αγκαλιές, φιλιά, παιχνίδια, γέλια και χρυσόσκονη. Χωρίς να τα ζητιανεύεις.
Αν μπορούσα να έρθω στο τότε σου ίσως σου φώναζα "τρέξε" ή "μίλα". Ίσως σε έπαιρνα αγκαλιά και φρόντιζα να φύγουμε απλά μακριά. Ίσως κρυβόμουν μαζί σου κάτω από την κουβέρτα και σου έλεγα να μη φοβάσαι και ότι όλα θα πάνε καλά. Ότι τώρα είμαι εγώ εδώ κι ότι κανείς δεν μπορεί να σε πειράξει. Με μια μαγική αγκαλιά να σου δώσω όλα όσα σου στέρησαν. Κι άλλα τόσα.
Δεν έφταιγες καρδούλα μου πουθενά. Ήσουν αυτό που έπρεπε να είσαι, τίποτα λιγότερο. Δε φταις εσύ για το λίγο κανενός. Έγιναν λάθη πολλά, κάνενα όμως που χρεώνεται σε σένα. Ξεκίνησες έναν αγώνα δρόμου κουτσαίνοντας, αλλά να σου πω κάτι; Μαγκιά σου, γιατί δε σταμάτησες να τρέχεις.
Ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι σε άφησα εκεί σχεδόν σαράντα χρόνια. Σου χρωστάω μια συγνώμη. Συγνώμη που άργησα. Τώρα όμως είμαι εδώ. Δε θα τρέχεις από εδώ και πέρα μόνη. Αυτό είναι υπόσχεση. Και να ξέρεις ότι θα κάνω τα πάντα για να πάψεις να κουτσαίνεις. Μόνο να γελάς και τα μάτια σου να λάμπουν.
Είμαι πια εδώ και ήρθα για ΄σένα.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

Εδώ ήσουν και σ' έψαχνα;

 Ήταν καρφιτσωμένο το πορτοκαλί εικονίδιο με το λευκό "Β", ανάμεσα σε άλλα, κομμάτι μιας πολύχρωμης γιρλάντας που εμφανιζόταν κάθε φορά που άνοιγα το πρόγραμμα περιήγησης. Ήταν εκεί. Κάθε φορά. Και ταυτόχρονα αόρατο. Σαν ταπετσαρία σε ένα δωμάτιο που μπαινοβγαίνεις συνεχώς. Αλλά δεν τη βλέπεις πια. Υπάρχει-δεν υπάρχει, ένα και το αυτό.

Σήμερα λοιπόν, το εικονίδιο-ταπετσαρία μάλλον κουνήθηκε. Ή μπορεί και όχι. Έκανε ίσως κάποιο θόρυβο, έγινε ένα τσικ πιο φωτεινό, πιο μεγάλο. Ή μπορεί και όχι. Όπως και να 'χει, σήμερα το ξαναείδα. Και το πάτησα...

Το σκασμένο το εικονίδιο-ταπετσαρία, όλα αυτά τα χρόνια (επτά συναπτά), δεν υπήρχε απλά εκεί, κομμάτι της γιρλάντας. Όχι. 

Παραμόνευε. 

Το πίστεψε, το δούλεψε, το κατάφερε: έγινε μια χρονοκάψουλα. Και με ένα κλικ με ταξίδεψε. Σε μέρη, σε ανθρώπους, σε εποχές. Στο μέσα μου. Στο μέσα μου τώρα και στο μέσα μου τότε. Σε γεγονότα που είχα ξεχάσει ότι τα έζησα. Σε σκέψεις που δε θυμόμουν καν ότι πέρασαν κάποια στιγμή από το μυαλό μου.

Ήταν λες και το ήξερε. Ότι θα με χάσω και θα με ψάχνω απεγνωσμένα. Και με κράτησε εκεί. Και περίμενε. Μέχρι να σταματήσω τα ατελείωτα "μπες-βγες" στο δωμάτιο. Περίμενε. Μέχρι να κουραστώ, να σταθώ επιτέλους, να πάρω μια ανάσα, να σηκώσω το βλέμμα μου. 

Να δω την ταπετσαρία.

Και η ταπετσαρία είναι η αρχή